Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κρυσταλλωτήριο — το χημ. υάλινο όργανο μέσα στο οποίο γίνεται η ανακρυστάλλωση σωμάτων που βρίσκονται σε διάλυση … Dictionary of Greek